πρωθιερέας

πρωθιερέας
ο
ο πρώτος από τους ιερείς, αλλ. πρωτοπρεσβύτερος, πρωτόπαπας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρωθιερέας — ο / πρωθιερεύς, έως, ΝΜΑ, και πρωτοϊερεύς, έως, Μ ο πρώτος μεταξύ τών ιερέων, ο πρωτοπρεσβύτερος ή πρωτοπαπάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἱερεύς] …   Dictionary of Greek

  • Κτενάς, Χριστόφορος — (Λευκάδα 1864 – 1940). Λόγιος, αρχιμανδρίτης και συγγραφέας. Σπούδασε στην Αθωνιάδα Σχολή και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, ενώ ολοκλήρωσε τη μόρφωσή του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1884 έγινε μοναχός στο Άγιον Όρος και αργότερα ανέλαβε το… …   Dictionary of Greek

  • λεσώνις — λεσῶνις, ιος και αργότ. ώνου, ὁ (Α) πρωθιερέας, ανώτατος διοικητής σε αιγυπτιακό ναό …   Dictionary of Greek

  • πλεσώνης — ὁ, Α τίτλος Αιγυπτίων ιερέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεσῶνις «πρωθιερέας αιγυπτιακού ναού», το π τού τ. αντιπροσωπεύει το οριστικό άρθρο] …   Dictionary of Greek

  • ποντίφηκας — ο / ποντίφεξ, ικος, ΜΝΑ, και ποντίφικας και ποντίφηξ, Ν (στους Ρωμαίους) α) μέλος συμβουλευτικού σώματος που βοηθούσε τον ανώτατο άρχοντα στα θρησκευτικά του καθήκοντα β) φρ. «μέγιστος προντίφεξ» ο επικεφαλής τής θρησκευτικής ιεραρχίας,… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπαπάς — ο, ΝΜ, και πρωτόπαπας Ν ο πρώτος στην ιεραρχία μεταξύ τών ιερέων, πρωτοπρεσβύτερος, πρωθιερέας …   Dictionary of Greek

  • πρωτοϊερεύς — έως, ὁ, Μ βλ. πρωθιερέας …   Dictionary of Greek

  • Αββακούμ, Πέτροβιτς — (1620/1 – 1682).Ρώσος πρωθιερέας και συγγραφέας, από τους ιδρυτές του κινήματος των Ρασκόλνικων (σχισματικών). Διαφώνησε με τις εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις του Ρώσου πατριάρχη Νίκωνα και τον κατηγόρησε ως αιρετικό. Το 1653 εξορίστηκε με την… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… …   Dictionary of Greek

  • Βαλίν, Γιόχαν Όλαφ — (Johan Olaf Wallin, Στόρα Τούνα 1779 – Ουψάλα 1839). Σουηδός επίσκοπος και ποιητής. Για πολύ καιρό ήταν πρωθιερέας της Στοκχόλμης και από το 1837 αρχιεπίσκοπος της Ουψάλα. Έγραψε περιστασιακά ποιήματα με τα αισθητικά κριτήρια και προτιμήσεις των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”